- σκαφόπλωρος
- σκᾰφό-πλωρος, ὁ, a kind ofA boat, BGU812 ii 2 (ii/iii A.D.), PCair.Preis.34.16 (iv A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκαφόπλωρος — ὁ, Α σκαφοπάκτων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάφος (II) + πλωρος (< πρῷρα, με ανομοιωτική τροπή τού ρ σε λ )] … Dictionary of Greek